κατά τα μέσα του δεκέμβρη οι προσδοκίες μεγεθύνονται
τεντώνονται και φτάνουν στο ύψος της οροφής μιας πολυκατοικίας της
μητρόπολης που μένεις
όμως όχι εδώ
εδώ τα σπίτια μονοκατοικούνται
φτάνουν στο ύψος τους ανθρώπους τους
η επικοινωνία στραβώνει μόνο όταν αρχίσει να χωλαίνει
όταν έχω μάθει άπ’ έξω το πρωινό σου τις ώρες του κολυμβητηρίου τη διάρκεια των ομαδικών μίτινγκς τα ονόματα των συμφοιτητών σου
τώρα σκέφτομαι πώς θα γίνει
να μη μιλάω συνέχεια με μια ανάσα να γεμίζω τις σιωπές να μη κάνω ό,τι ζούμε ποιήματα να ξαναπιάσω τα μολύβια μου
είδα πως όλοι περίμεναν να ζεστάνουν τα μασκοφορεμένα πρόσωπά τους στον
ήλιο της αποβίβασης
κι εγώ έκλεισα με κρότο τον ήλιο μαζί με την πόρτα της Karl Martins πίσω από το χιονισμένο λόφο
τι
ειρωνεία
καμιά φορά
όταν δε θέλω να με δεις να κλαίω δαγκώνω τα χείλη μου προσπαθώντας
να πνίξω ένα ποίημα στα γεννοφάσκια του
να γευτώ επιτέλους το αίμα να αναβλύζει προς τα μέσα
τι ειρωνεία
το αίμα αναβλύζει μόνο από μέσα και για μέσα
στο δάσος με τα βελανίδια είπες πως δεν έχω ξαναγελασει τόσο
είναι αλήθεια
όλα μου φάνηκαν ξαφνικά ένα τεράστιο αστείο
το οποίο δε θα έλεγα ποτέ