Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2021

τείχη

μητέρα στο ξαναλέω,

η ποίηση δεν έχει τείχη


μα θέλω τόσο να κρυφτώ μέσα της


η δεξιοτεχνία των αγγιγμάτων

χαλάκι στο πόδι σου με έκανε

να σκουπίζεις τη σαπίλα όλης της πόλης

απ' άκρη σ' άκρη του κορμιού μου


ο κέρσορας τώρα

μετακινείται νευρικά πάνω στο λευκό

που κάνει αντίθεση τρομερή με τις ψυχές μας


το σημείο εισαγωγής αναβοσβήνει

αναμένοντας κάτι από μένα

και η ποίηση τελευταία συνεχώς με αγχώνει


ένα σημείο εισαγωγής ήσουν

που αντί να σε καταπίνουν οι λέξεις μου

τις κατάπινες εσύ

κι ύστερα τις ξερνούσες για δικές σου


γιατί να με αγχώνεις τόσο



                      


                  




 

Σάββατο 30 Οκτωβρίου 2021

μεταίχμια

καθώς γλιστράς πάνω μου

με λιώνεις με την κοιλιά σου

και ‘γω απολαμβάνω τα δευτερόλεπτα

μέχρι να μου γλιστρήσεις πάλι απ’ τα χέρια

 

στο μεταξύ

αναρωτιέμαι

πού να λιώνεις τα καλοκαίρια

 

σαρδέλα που τρώγεται ολόκληρη

στο πιάτο σου μέσα μ’ έχεις

να με ξεψαχνίζεις

 

τα κουνούπια τσιμπάνε πιο άγρια το καλοκαίρι

όταν παίρνει και νυχτώνει

κάνουν τα μπούτια σου κόκκινα

και άσχημα

 

πάντα έμοιαζες με όλα τα μεταίχμια των εποχών

αλλοπρόσαλλα κι απότομα

να με βρίσκουν

συνήθως

υπερβολικά ντυμένη

 

τώρα περισσότερο

κλιματιστικό σε αίθουσα χορού μου κάνεις

 

ίσα που σ’ αισθάνομαι στην ωμοπλάτη μου



                 


                     

 

Κυριακή 17 Οκτωβρίου 2021

υπερφυσικό παιδί

προσγειώθηκε πάνω σε μια διαστημική πίτσα πεπερόνι

αρμενοπούλου με δραγούμη γωνία

σε μια σιχαμένη πλατεία

το ίδιο σιχαμένη με το πεπερόνι


κολλάω τον δείκτη μου στο τζάμι

ρωτάω αυτό κι εκείνο

χορτάσαμε από υψωμένους δείκτες και περισσότερο από υψωμένα τζάμια


σκαρφίστηκα να έρχομαι λίγο πριν το τέλος

μεταξύ της παράδοσης και της τελευταίας διαστημικής πίτσας

και την αναχώρησή σου για το άγνωστο

κάπου στα αστέρια - ισοσκελή τρίγωνα

που αστροναύτες - πιτσαδόροι αφήνουν στο χαλάκι άλλων αχόρταγων ανθρωποειδών πλασμάτων σαν εμένα


να σου εύχομαι καλό πιτσαρόδρομο

να κάνω καταγγελία για τυχόν κουκούτσια στις ελιές της χωριάτικης

να γελάς και να πληρώνεις την καταγγελία


με δυο πίτσες πεπερόνι στο στόμα

να έρχεσαι να με φιλάς



                                                    


 

 

το κόκκινο και το άσπρο

τι όμορφα γλιστράει με τις κάλτσες

και βουτάει απ' τον


όσο εγώ περιμένω με στόμα ανοιχτό στην Κασσάνδρας

καταπίνοντας εικοσιεφτά νιφάδες

μέχρι να έρθω να σε ψάξω

στις πέντε διευθύνσεις που μου 'δωσες όταν σε ρώτησα που μένεις


σίγουρα θα 'χω να σε δω πολύ καιρό

γιατί θυμάμαι να μιλάμε γι' αυτό και το άλλο

και τώρα ούτε αυτό ούτε το άλλο θυμάμαι


τι γνώμη έχεις για την ιδέα μου

να συμφιλιωθώ πια με τη σκέψη

πως δεν είμαι ο λόγος που δε σε παίρνει ο ύπνος τα βράδια;


εμένα τουλάχιστον μου μοιάζει παράταιρη

όπως η διατύπωση

"οι τάσεις αυτοκαταστροφής δεν πρέπει να οδηγούν σε τάσεις φυγής από καταστάσεις που 

οδηγούν σε αυτοκαταστροφικές τάσεις"


τι όμορφα παφλάζει το σώμα πάνω στο χιόνι

ειδικά όταν το κοιτάς  με ένα μάτι κόκκινο και μια καρδιά διάφανη

ενώ το αγαπημένο σου χρώμα είναι το μπλε


            


                          


 

Παρασκευή 15 Οκτωβρίου 2021

το σπίτι μύριζε μολύβι και νωπό χαρτί

το σπίτι μύριζε μολύβι


το σπίτι είχε κάτι νησιώτικο

είχε αυλή μικρή και ασφάλεια για τα ποδήλατα ξεκλείδωτα

 

τα χέρια μου καθώς ήταν βουτηγμένα στο βάζο με τα ζελεδάκια

με έπιασα να τα πασπατεύω


τότε 

θυμήθηκα για λίγο τα παιδικά όνειρά μου

 

το σπίτι μύριζε μολύβι και νωπό χαρτί

 

ο τοίχος μου χαμογελούσε κι εγώ χαμογελούσα στις ζωγραφιές αλλά πάντα αυτές με έδειχναν θλιμμένη

τότε έλεγες

αυτή είναι μια πετυχημένη ζωγραφιά


θυμάμαι κάτι να μονολογείς 
κάτι πως απεικόνισες το μέσα μου



τα ζελεδάκια στο βάζο μου θύμισαν και πάλι τα παιδικά μου όνειρα

το ίδιο μαλακά κι εύθραυστα

 

 

το σπίτι μύριζε μολύβι

το σπίτι μύριζε νωπό χαρτί

το σπίτι μύριζε σπίτι κι εγώ εσύ




                      






Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2021

το άναρχο του χρόνου

άναρχο λες το χρόνο νύχτες ντυμένες στο κόκκινο

νύχτες που δεν μπορούν στιγμή πια δίχως να σ' ανασάνουν


σταμάτησα να μετρώ τις υπερωρίες μετά το οκτάωρο

σταμάτησα να ονοματίζω μέρες μετά από δύο εικοσιτετράωρα

σταμάτησα να γευτώ και γω μια φορά το ατέρμονο του καιρού μας


ο χρόνος είναι άχρονος κάθε που

ψάρια πνίγονται στο αίμα της κυριότερης αρτηρίας μου

διασχίζοντάς την κατά μήκος

γλιστράνε από όρμο λιμανιού σε σχήμα καρδιάς

πορφυροβαμμένο

λυσσομανά κάθε τόσο από ταχυπαλμίες


το πρώτο κύμα στέλνει πέντε χιλιάδες ψάρια στην κοιλιά μου

το δεύτερο άλλα τόσα

κολύμπι σε δόσεις ελεγχόμενο κολύμπι

βουτιά ηρεμιστικού πρωί βράδυ κατά τη συνταγογράφηση


ένα βράδυ θα πεθάνω

ενώ θα κολυμπώ

ανάμεσα στο αίμα σα ψάρι

γύρω αποφάγια τούρτας φράουλας άχρονων γενεθλίων

με κεριά αμέτρητα

ή χωρίς κεριά


στην υποβρύχια εγχείριση

σκίζοντάς με στα δύο

θα βρούνε δέκα χιλιάδες ψάρια

πνιγμένα σε δίχτυ έξι εκατοστών


αν προλάβουν να τα ψαρέψουν

πριν πνιγούν μέσα στο αίμα

θα σωθούν

θα σωθώ και γω


την επόμενη φορά 

θα σβήσω ένα κεράκι παραπάνω

ή κανένα


μπορεί πια να μ'έπεισες για το άναρχο του χρόνου

όμως ακόμα να με πείσεις 

για την αναγκαιότητα της χρονικής μου παρουσίας

σε καλοκαιρινούς περιπάτους με άπνοια


με την υγρασία να μας φράζει τα ρουθούνια

με τα ψάρια να σκάνε σε γέλια υποβρύχια

και να πνίγονται



                                                       


 


Σάββατο 9 Οκτωβρίου 2021

αεροδρόμιο

μου προκαλείς αυτό που μου προκαλούν τα αεροπλάνα

η ώρα αποσυγκεντρωτική και γω γύρω από το κέντρο και την αποστέρηση τελευταία τριγυρνώ

σε κέντρα δε βγαίνω – η βουή του κόσμου με αποσυντονίζει 

μετράω τους φίλους να λιγοστεύουν και χαμογελώ

 

είναι η λύπη μια κατάσταση χαρμόσυνη κι αυτή

είναι και η λύπη μια πύλη να διασχίσω


οι ώρες της αναμονής σε έκαναν και πάλι εφευρετικό

 

είπες να σκοτώσεις την ώρα

αφήνοντας εμένα ζωντανή

 

ο κόσμος της αναμονής έχει κάτι καλό να αναμένει πάντα

κι είναι πιστεύω κι αυτό που τον κρατάει σε αναμονή


εγώ απ’ την άλλη δεν αναμένω τίποτα       

πάντα κάπου κάποιος πρέπει να πεθαίνει, σκέφτομαι

και διασχίζω την πύλη


                     
                      




 

 

 

 

 

Δευτέρα 12 Ιουλίου 2021

πυροτεχνήματα - πυρωμένα ευτυχήματα

καθώς ερχόμουν να σου εκμυστηρευτώ τι μου ‘φραζε το στήθος

θυμήθηκα για μια στιγμή πως θα ‘ταν να ‘μουν τοίχος

και να ακούω τα άσχημα, τα καλά τα νέα

χωρίς πια να μπορώ να πω

πως είναι τόσο ωραία

 

έρχομαι

με βολίδα τρένου μεσημβρινού που θέλει να φτάσει σπίτι του να σταθμεύσει ν' αποκοιμηθεί μες την ηρεμία της γειτονιάς του να ξεκουραστεί βγάζοντας τις ρόδες για λίγο να ξεχάσει τις ζαλάδες από τις ημερήσιες στροφές

 

η αγριοφωνάρα του οδηγού απ’ τα μεγάφωνα

που μιλά με αέρα κάκιστα την αγγλική

ωθεί συχνά τους επιβάτες να πηδούν στις τροχισμένες ράγες

να πηγαίνουν στη νέα πατρίδα μπουσουλώντας


 

                                                        


Παρασκευή 9 Ιουλίου 2021

υφανέτ

όλα μαζί σου ήταν μελετημένα


η θέση δίπλα στο παράθυρο

η κλίση του σώματος σωστή ώστε να φωτίζονται τα μάτια σου

καθρεφτίζομαι μέσα τους όταν δεν καλύπτονται απ' το καπέλο σου

 

δεν έχω τίποτα με τα καπέλα

αρκεί να μην μου κρύβουν τα μάτια σου

 

κατ

δεν βλέπω τα μάτια σου

 

διορθώνεις το καπέλο

μου χαμογελάς στραβά

με φιλάς στο πιο βαθύ λακκάκι

 

κατ χωρίς λόγο

 

άφησέ με να σταθώ λιγάκι εδώ

 

ποτέ δεν καταλάβαινες τελείως τη χρήση των μεταφορών

κι ακόμα σε περιμένω δίπλα στο παράθυρο



                          

                            


μύρτιλα

τα μύρτιλα μου μοιάζουν άλλοτε μπλε κι άλλοτε μωβ

όμως καμία σημασία δεν έχει

εκτός του ότι η μπλε ώρα είναι η αγαπημένη μου

οπότε συνήθως μου μοιάζουν μπλε

 

η μαρμελάδα στο βάζο είναι μαύρη

αλείφω κάθε πρωί πάνω σε φέτες με βιτάμ φορώντας ζιβάγκο ίδιου χρώματος

και περιμένω ως το βράδυ να δω

αν έχει οξυνθεί η νυχτερινή μου όραση και η ευαισθησία μου στις αντιθέσεις

 

όσο αυτό δε γίνεται

περιμένω να ανασταλούν τουλάχιστον οι οφθαλμικές διαταραχές μου

ώστε να μην ξαναφορέσω τα γυαλιά που αγαπούσες

καθώς θα διαβάζω τις διαφορές μεταξύ μπίλμπερι και μπλούμπερι



                                               




Πέμπτη 8 Ιουλίου 2021

αχόρταγη τίγρης

ο αποκλεισμός κι ο εγκλεισμός με κοίταξαν στα μάτια επίμονα

 

είναι μια αχόρταγη τίγρης

 

η μάσκα με βοηθά γιατί κρύβω τα σάπια δόντια σου απ’ τους καλούς μου φίλους

νιώθω περήφανη και πάλι κι έτσι σε στήνω στο πλάι μου

 

με διακοσμώ και με μοστράρω σε βιτρίνες του παρισιού

 

σε κάθε σημείο του πλανήτη που σκέφτηκες να πας χωρίς εμένα



                                                     


 

Τρίτη 6 Ιουλίου 2021

κρέμα μωσαϊκού

πάνω από τον ώμο όσο με κοιτάς συνεχίζω και χύνομαι

κρέμα μωσαϊκού που έκοψε

το πάτωμα γυαλί καρφί


τώρα η πόλη μου συναγωνίζεται τη δική σου στη μιζέρια

στη θερμοκρασία της ασφάλτου

στο πιο προκλητικό μήκος φούστας - αυτής πάνω άπ' τον μηρό κι ελάχιστα κάτω του γλουτιαίου - 


αθεράπευτα ρομαντική σα με προσφωνείς τη θεραπεία βρίσκω κιόλας

κάπου στων σελίδων α4 τα περιθώρια


με συνέπεια εναποθέτω κάτι ματωμένα 

βιαίως ομοικατάληκτα δίστιχα

τώρα καθώς ξέρω πως οι συνειρμοί μου δεν ωφελούν σε τίποτα






                                                        





                                             


Σάββατο 3 Ιουλίου 2021

υπόγεια διάβαση

διέρχεστε μόνο από υπόγεια διάβαση

 

 

πεζών

              Κεφαλαίων

                               οχημάτων

 

 

                                         αν(α)χωρώ  (ανα) χωρούμε

 

                                            (ανα)

                                                    χωρίζουμε

 

 

στις αναχωρήσεις δεν με νοιάζει κι αν σε χάνω

 

μα εσύ

σα μικρό παιδί που ψάχνει για τη μάνα

κλαις


όταν αντιλαμβάνεσαι

πως κρέμεσαι από το χέρι κάποιας ξένης

 



                           



Τρίτη 8 Ιουνίου 2021

τυρρηνική


θέλω

ν' ανοίξω δυο χέρια - διεθνείς οδούς

να μη σ' αφήσω ανυπεράσπιστο ποτέ ξανά



ξεχνάω τη μητρική γλώσσα

σε αυτά τα γρήγορα ελληνικά όταν μιλάς




άπ' τα μάτια σου αναβλύζει η Τυρρηνική

και πνίγομαι




                                            

Σάββατο 5 Ιουνίου 2021

δια δρομοι

τα πιο απλά σου αδιέξοδα φτάνουν λέω να γεμίσουν

έως και τρεις ποιητικές συλλογές

αφήνοντας τώρα εκτός ύλης

τα άθικτα κομμάτια

προσωπική βορά

σαν το πιο λευκό του δέρματος

κάτω απ' το εσώρουχο

που σφηνώνω προσεκτικά ανάμεσα στα ούλα όταν ματώνουν

κι αμέσως το εκθέτω σε ακτινοβολία υπεριώδη όταν αχρηστεύει


μια φιλική συμβουλή

γύρεψε ένα χέρι

οποιοδήποτε

καθώς σου λύνω τη ζώνη στα απότομα φρεναρίσματα

εναλλαγών πορείας στον ορίζοντα

καθώς καρφώνεσαι κάθετα πάνω στα κυπαρίσσια

και σκέφτεσαι πως

δε θα 'χεις γνώμη πάνω στη ζωή ξανά

όσο εγώ θα ορίζω

οριζοντίως 

ή καθέτως

τη θανατική ποινή


τώρα σε παρακαλώ

απάντα ειλικρινά

σε ερωτήσεις κλειστού τύπου

πότε θα ξεπεράσεις 

την υψοφοβία

τις κρίσεις πανικού στα αεροδρόμια

πότε θα σταματήσεις

να χρησιμοποιείς τρένα

ασφαλείς συγκοινωνίες

να φεύγεις 

να 'ρχεσαι κατά βούληση

και τέλος πάντων

να 'χεις πάντα διπλωμένη

μια εναλλακτική

σε κωλότσεπη παντελονιού



                                                    


 

πλάτωνος

κράτα την πόλη

καθαρή

για τα καλοκαίρια που με βρίσκουν πάντα μόνη

να κατηφορίζω την Πλάτωνος

για το πράσινο που κάνει τα μάτια σου να φαίνονται αλλόκοτα έξυπνα

και λιγότερο μπλε

 

τα καλοκαίρια σε νησιά αργούν συνήθως αμέτρητους χειμώνες

τα στενά εδώ ζέχνουν μονίμως θάνατο

 

κράτα τη συνείδησή σου καθαρή

να σηκώνεσαι ξεκούραστα

τις δευτέρες όλου του χρόνου



                                                      


                          

 

Δευτέρα 31 Μαΐου 2021

έρωτες στη μητρόπολη

σήμερα θα κοιμηθώ για τελευταία φορά

 

η διάγνωση έγραφε

σύνδρομο υπερχρήσης τραπεζοειδούς μυός

εγώ συμπλήρωσα

θα φταίνε τα άβολα μαξιλάρια σου

 

απαιτώ προσεκτικές εντριβές

λεπτομερείς διατριβές

πάνω στην αποτελεσματική αντιμετώπιση πονοκεφάλων κάθε επόμενης αγρυπνίας μου

σου χαρίζω μαξιλάρια

φτιαγμένα από πούπουλα χήνας

να σφηνώνεις κόμες

όλων των χρωμάτων και μηκών

από κάτω

προδίδοντας μια απ’ τις αγαπημένες μου στάσεις

ονειρικού ύπνου

 

εσύ τώρα μέτρα

πόσο θα αντέξεις ν’ αναπνέεις

με δυο ρουθούνια εκτεθειμένα χρόνια σε γαλλική κολόνια

και τριάντα στόματα ορθάνοιχτα

με κίτρινες γλώσσες

ν’ αρπάζουν αχόρταγα εναπομένον οξυγόνο δωματίου

 

μιλώ ασταμάτητα

ξεχαρβαλώνω φθαρμένα ελατήρια

στρώματος τσίρκου

 

κάθε που στους αισθητήριους νευρώνες

ακροβατούν θύμησες

 

ούτε στιγμή δε θύμισες

εκείνο που ήσουν πρώτα

τώρα σε βεβαιώ

 

καταπίνω γλώσσες

αντί για λόγια

σε κάθε περίπτωση

παύω να μιλώ

 

είμαι δυστυχισμένη

σαν κι εσένα δυστυχισμένε

το πρωί που σου ανέλυσα την θεωρία των επαφών

τότε που κλήθηκες

αυτόπτης μάρτυρας

να ταυτοποιήσεις

έρωτες

εφήμερους

μητροπολιτικούς

στ' αζήτητα

 

 

                                        

                                         


      

                                             









 

Παρασκευή 7 Μαΐου 2021

υποδόρια δώρα

συνετό όπως πάντα

το ανθρώπινο γένος


συνεχίζει να χαιρετά με τον αγκώνα

 

τα χέρια του μονίμως απασχολημένα

βαθιά στις τσέπες μέσα

χαϊδεύουν λεφτά στα μουλωχτά

 

με τον καιρό

τα σπρώχνει πιο βαθιά

σε μια προσπάθεια να τα φυτέψει εντός του

 

υποδόρια δώρα

χριστουγέννων και πάσχα



                                                 


 

Τρίτη 4 Μαΐου 2021

αλλεργία των πιστών

η Φρουτεμπορική μου γνέφει από απέναντι

με τη σκόνη των ροδάκινων πάνω στο πρόσωπό της


θολώνει η ατμόσφαιρα

ηδονή με κατακλύζει τα βράδια που σε περιμένω απ’ τις υπερωρίες να φανείς

 

θέλω να ξανανιώσω το παράδοξο της απαλότητας χεριών με κάλους

να πηγαινοέρχονται πάνω στους γοφούς μου

 

αναπολώ συνεχώς την πρώτη φορά που σχολίασες το χαμόγελό μου


μα 

ήσουν άλλος

ένας έφηβος θεός που έπλασα

εγώ - μια απελπισμένη άθεη

την τελευταία ώρα της κρίσης






                                                           
                                                        

Κυριακή 18 Απριλίου 2021

το περίπτερο των ονείρων

Βρισκόμαστε σε μια πελώρια Κοιλάδα, που το μάτι φτάνει μέχρι εκεί που ακουμπάνε τα σύννεφα για να ξαποστάσουν πριν πιάσουν και πάλι δουλειά και σκαρφαλώσουν πολλά μέτρα ψηλά. Κάτω, μέλι μπλέκεται με τις σοδειές βαμβακιού και όσοι πέρασαν από ‘δω πήραν αποθέματα για να γλυκαίνονται έναν ολόκληρο χειμώνα και να κρατάνε τον εαυτό τους ζεστό, αν δεν έχουν κάποιον άλλο να φροντίζει και για τα δυο. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί που αναπνέουν κάτω από το εύφορο έδαφος της πελώριας Κοιλάδας έχουν υπάρξει μάρτυρες των πιο ευχάριστων και δυσάρεστων συναντήσεων. Το διασκεδάζουν κάθε που κάποιος επιλέγει να τους επισκεφτεί, μιλάνε γι’ αυτόν σιωπηλά και σκάνε στα γέλια, κάνοντας το βαμβάκι να ξεκολλά από το μέλι και να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, πλησιάζοντας με περισσή άνεση τα κοιμισμένα σύννεφα και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την μπαμπακένια διάπλασή τους. Και κάθε που κάποιος ξενόφερτος περνάει από εκεί και τυχαίνει να σχολιάσει τα παχυλά αυτά σύννεφα που έχουν αποκοιμηθεί με το χαμόγελο που έχει κανείς μετά από μια πλήρη χορταστική υγρή ατμόσφαιρα, το μέλι λιώνει κάτω από τον καυτό ήλιο και γίνεται λάβα που αρχίζει να καίει και να κοκκινίζει τα πόδια τους τιμωρώντας τους με αυτόν τον τρόπο για τα ρατσιστικά σχόλια στα κιλά των προστατευτικών σάκων της Κοιλάδας.

 

Στη μέση της Κοιλάδας, υπάρχει ένα περίπτερο μικρό, που από μακριά μοιάζει ακατοίκητο, κάτι σαν ξεχασμένο απόκτημα ενός θεού των γύρω βουνών, όταν ακόμα ήταν θνητός ανάμεσα σε θνητούς. Κι όμως στην πραγματικότητα, ήταν σταλμένο από κάποια καλή θεότητα που συμμεριζόταν την κούραση των περαστικών και ήθελε να απαλύνει κάπως τον πόνο τους.

 

Πολλοί ήταν εκείνοι που περνώντας από εδώ και βλέποντας την Κοιλάδα αυτή ντυμένη στα λευκά, την παρομοίασαν με τον παράδεισο, αυτό το μέρος που τόσο έχουν πλάσει με τη φαντασία τους οι άνθρωποι ακούγοντας ιστορίες και μόλις τη διασχίσουν είναι σίγουροι πως βρίσκονται μέσα του. Όμως, αυτό το παραδεισένιο τοπίο είχε και κάτι να αφαιρέσει από τους ανθρώπους που θέλησαν να διαταράξουν την ηρεμία του και να το διασχίσουν - για να γλιτώσουν χρόνο - ποδοπατώντας το και αφαιρώντας του έτσι μέρος από την αγιότητα και την παρθενικότητα. Με το που το πόδι σου βυθίζεις σε αυτό και χωρίς καμία προειδοποίηση η ικανότητα της βραχύχρονης μνήμης σου εξαφανίζεται μεμιάς και ο σκοπός που είχες μέχρι τότε στη ζωή, χάνεται!


Όμως αυτό φυσικά δε το γνώριζε κανείς.


Ένας νεαρός, φιλόδοξος, γοητευτικός, μπαίνει με βήμα ελαφρύ, γοργό και σίγουρο πολύ. Τα μαλλιά του πυρόξανθα μακριά, σκεπάζουν τους ώμους και παιχνιδίζουν που και που με τις πρώτες φακίδες του καλοκαιριού. Έχει όνειρα, μεγάλα, κανείς θα έλεγε τρανά. Να ταξιδέψει θέλει απ’ άκρη σ’ άκρη και να γνωρίζουν το όνομά του σε όλον τον πλανήτη αλλά και σε άλλους πλανήτες, πέρα μακριά, να ακούγονται αναφωνήματα ή να επικρατεί σιγή ύστερα από κάθε προσφώνησή του. Ρίγη, ηλεκτρισμένες τρίχες κεφαλής και κοκκινισμένα μάγουλα στη θέασή του. Το όνομα αυτού: Σωκράτης. Διανοούμενος, πολύ, με μυαλό που μοιάζει κοφτερό και μια ματιά που σε διαβάζει και σε διαπερνά, νιώθοντας γυμνός κι ασήμαντος. Αν αρχίσει να σου μιλά για την μόρφωσή του, δεν υπάρχει τελειωμός, ξέρει άπταιστα όλες τις γλώσσες των πτηνών και έχει ικανότητα προσανατολισμού σε απόλυτο σκοτάδι, μπορεί ακόμα να σου δείξει χωρίς κανένα δισταγμό, ποιο δρόμο θα πάρεις για τις Ινδίες και να υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια πόσο στοιχίζει η ζωή ενός νέου σε Δύση και Ανατολή. Είναι πανέξυπνος, αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, αλλά έχει μια κακή πτυχή. Είναι φιλόδοξος, πολύ.

 

Από την άλλη άκρη της Κοιλάδας εισέρχεται μια κοπέλα μελαμψή, αρκετά αδύνατη και ψηλή. Συνήθως όταν περπατά έχει τα μάτια της στραμμένα προς τον ουρανό και χάνεται στην απεραντοσύνη και στο άγνωστο, αψηφώντας όσα συμβαίνουν κάτω στη γη. Έτσι, παραξενεύεται όταν το βήμα της κολλάει και δυσκολεύεται να συνεχίσει το δρόμο της. Κοιτώντας τα πόδια της λύνεται στα γέλια μη έχοντας δει ποτέ ξανά κάτι τόσο παράξενο στη βαρετή επίγεια ζωή της. Σκύβει και παίρνει λίγο μέλι με τα δάχτυλά της κι ύστερα το γεύεται, γλύφοντάς τα με απόλαυση. Κοιτάζοντας το βαμβάκι παντού τριγύρω, της έρχεται μια ιδέα τρελή. Πως θα ήταν να άλειφε πάνω σε βαμβακοφέτες βούτυρο με μέλι, να θυμηθεί και πάλι μικρές στιγμές της καθημερινότητάς της στα στενά τετραγωνικά που ζούσε φυλακισμένη, πάντα επί πληρωμή, σε γνωστή μεγαλουπόλη, η οποία μοιάζει όλο και πιο υπερτιμημένη όσο την ξανασκέφτεται. Τώρα παρατηρεί πως το βαμβάκι ξαφνικά αιωρείται και η μακριά της φούστα ανεμίζει και κολλάει πάνω της, σα να ξεκίνησε ένα αεράκι μέσα από αόρατες τρύπες της γης. Το βαμβάκι κατευθύνεται, λες και έχει προγραμματιστεί, προς τα σύννεφα και κολλάει πάνω τους, γίνεται ένα με αυτά, έτσι ώστε πλέον δε μπορείς να ξεχωρίσεις τι υπερτερεί από τα δυο στη σύστασή τους. Τώρα σκέφτεται ποια μπορεί να είναι η γεύση σύννεφου στο στόμα της και αν καταφέρει να το μασήσει και να το καταπιεί κανείς πόσο συχνά μπορεί να βρέχει τα εσώρουχά του. Σκέφτεται επίσης, πως μάλλον θα μείνει με την απορία. Δεν μπορεί να μείνει νυστική για πολύ ακόμα. Ήδη έχει περπατήσει πολύ και νιώθει αδύναμη και κουρασμένη. Αυτή η αλλόκοσμη φιγούρα έχει ένα πολύ μελωδικό όνομα και παραπέμπει λίγο στον ήχο του καμπαναριού ή των κουδουνιών. Το όνομα αυτής: Νταϊάν, σα να λέμε Ντιν, σα να λέμε Νταν. Όσο καιρό περιπλανιέται για να βρει ένα τρόπο να νοηματοδοτήσει τη ζωή της, ίσως ένα τόπο που αξίζει και θα θελήσει να εγκατασταθεί, να δοκιμάσει διαφορετικούς τρόπους ζωής, δεν έχει στιγμή απογοητευτεί, κι έχει ορκιστεί να συνεχίσει τη διαδρομή μέχρι να αισθανθεί πως έχει βρει, πως έχει βρει ένα νόημα στην ύπαρξή της αυτή! Αφού πάρει τα μάτια της από τα πόδια της τα μελωμένα και μέχρι να κοιτάξει και πάλι τον ουρανό, το μάτι της πιάνει κάτι στον βαθύ ορίζοντα. Στη μέση της απέραντης Κοιλάδας, στέκει ένα περίπτερο, που είναι το πιο ανθρώπινο κατασκεύασμα μέσα σε αυτό το φυσικά πλασμένο θαύμα που περιφέρεται.

 

Καθώς πλησιάζει βλέπει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα να κάθεται και να μοιάζει λίγο χαμένο και διστακτικό. Είναι ο Σωκράτης, το πυρόξανθο αγόρι, ο οποίος μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία της έχει την ανάγκη να κάνει απανωτές ερωτήσεις, όπως που βρίσκεται, γιατί έχει βρεθεί με μια άγνωστη σε ένα άγνωστο μέρος, αν υπάρχουν κι άλλοι άγνωστοι που μπορούν να τους βοηθήσουν να προσανατολιστούν, ποιος είναι ο δρόμος για την επιτυχία, αλλά δε θυμάται να γνωρίζει ούτε μια γλώσσα με την οποία θα μπορούσε να τα εκφράσει όλα αυτά. Η Νταϊάν, τον βλέπει έτσι, χαμένο και εμφανώς αναστατωμένο, με τις φακίδες του να έχουν γίνει πολύ έντονες εξαιτίας του ήλιου και τα μαλλιά του… τα μαλλιά του φαίνονται να έχουν πάρει φωτιά! Αμέσως προσφέρεται να τον κεράσει λίγο νερό. Πίσω από τον πάγκο υπάρχουν κανάτες με νερό, αλλά ο Σωκράτης μάλλον δεν τις είδε πάνω στην σύγχισή του. Αφού την ευχαρίστησε και συνήλθε, την ρώτησε τι κάνει σε αυτό το μέρος και αν γνωρίζει κάτι γι’ αυτό, αν έχει βρεθεί στοχευμένα ή από τύχη. Η Νταϊάν με μεγάλη σιγουριά του απάντησε πως πριν δυο μέρες ξεκίνησε την ανοιξιάτική της εκδρομή, είναι ένας τρόπος που έχει βρει να λειτουργεί γι’ αυτή σαν ξεκούραση και διασκέδαση μαζί, ένα μικρό διάλειμμα από τη σταθερή και γεμάτη της ζωή σε μια πόλη από εδώ αρκετά μακρινή. Του εξομολογήθηκε ότι της λείπει αληθινά το πρόγραμμα, η ρουτίνα της εκεί, που για μια στιγμή σκέφτηκε να μη διασχίσει την Κοιλάδα, να ματαιώσει την εκδρομή. Η μόνη ένστασή της ήταν οι καλοί οι φίλοι που την περίμεναν εκεί.

 

Ο Σωκράτης, ακούγοντάς την να μιλάει, γοητεύτηκε από την πρώτη στιγμή, από την τάξη που ‘χει βάλει τη ζωή και τον τρόπο που βρίσκει να μένει σωστή απέναντι στις υποχρεώσεις της αλλά να μη χάνει κι ούτε στάλα απ’ τη ζωή. Ήταν το πιο ισορροπημένο άτομο που ως τώρα είχε δει. Κατά βάθος ήθελε κι αυτός να ακολουθήσει τα βήματά της. Αυτός… αυτός δεν ήξερε τι να πει για τη δική του ζωή, έμοιαζε τόσο μικρός, χωρίς όνειρα, χωρίς ένα πλάνο. Καθώς κοιτούσε γύρω του, τα βαμβάκια να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, ένιωσε κι αυτός να είναι φτιαγμένος απ’ το ίδιο υλικό, που παρασύρεται κάθε φορά προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση. Δεν ένιωθε αρκετά δυναμικός να βουτήξει με την ίδια όρεξη της Νταϊάν σε αυτό που ονομάζουμε ζωή, κάθε του βήμα, πριν γίνει, έπρεπε πρώτα να λάβει υπόψη του που θέλει να πάει, γιατί και αν είναι καλύτερο να διασχίσει τον ένα ή τον άλλο δρόμο.

 

Η Νταϊάν τον άκουγε σκεπτική, συμμεριζόμενη τους προβληματισμούς του αν και δε θυμόταν να έχει βρεθεί ποτέ η ίδια σε παρόμοια χαοτική περίοδο στη ζωή της. Συγκεκριμένα, δε σκέφτηκε, όπως του είπε, ποτέ αν ο τρόπος ζωής που έχει διαλέξει μπορεί να μην είναι ο ιδανικός γι’ αυτή. Καθώς εξερευνούσε το περίπτερο μήπως έχει κάτι για να τσιμπήσουν, έψαχνε ταυτόχρονα να βρει τι θα ήταν άραγε καλύτερο για τον Σωκράτη, με αυτές τις ευαισθησίες του στομαχιού και της καρδιάς του. Αποφάσισε να του φτιάξει ένα φίλτρο αναμειγνύοντας διάφορα υλικά, που ο ίδιος δε θα γνώριζε, και θα του το πρόσφερε σαν ένα δυναμωτικό κοκτέιλ  υπερτροφών που θα βοηθούσε το ανοσοποιητικό αλλά και την ψυχολογία του να ανακάμψουν, καθώς και την ικανότητά του να λαμβάνει γρήγορα αποφάσεις που κατά βάθος έχει πραγματικά ανάγκη, χωρίς να το μετανιώνει στη συνέχεια!

 

Ο Σωκράτης δε φάνηκε να υποψιάζεται τίποτα, ίσα ίσα ένιωθε μια τρομερή οικειότητα με τη φιγούρα της Νταϊάν πλάι του, που την εμπιστευόταν και θα έπινε ό,τι κι αν έφτιαχνε με τα χέρια της για εκείνον. Ένιωθε κατά ένα πολύ περίεργο τρόπο πως η Νταϊάν είχε βρεθεί εκεί εκείνη τη χρονική στιγμή για κάποιο λόγο. Ο μόνος του ενδοιασμός ήταν να αφεθεί ακόμα μια φορά στα χέρια κάποιου που θα ορίσει την πορεία του, αλλά δε θα ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά, αυτό το γνώριζε, άρα είπε να υποκύψει.

 

Το κοκτέιλ που περιποιήθηκε με χαρά η Νταϊάν ήταν ένα μείγμα με πολλές μαγικές ιδιότητες. Πρόσθεσε λίγες σταγόνες φωσφοριζέ αγάπης εαυτού, τρίμματα ράβδου αποδοχής, κομματάκια vegan αυτοπεποίθησης, μια ιδέα ελευθερίας του τρόπου ζωής, μια πρέζα αποφασιστικότητας, λίγο ξύσμα ονειροπόλησης και αφαίρεσε τις φλούδες τύψεων γιατί θα πίκριζε πολύ.

 

Μόλις το ήπιε ο Σωκράτης αισθάνθηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά την αλλαγή. Ένα φως συνειδητότητας ξεκίνησε να διεισδύει μέσα του, αφού το μυαλό του λειτουργούσε αβίαστα, χωρίς επίκριση, η καρδιά του χτυπούσε ρυθμικά και πάλι, ενέργεια έρεε σε όλο του το σώμα και μια αίσθηση πως είναι ικανός για τα πάντα γέμισε τα σωθικά του. Η Νταϊάν ένιωθε πολύ ευτυχής που είχε συμβάλει σε αυτή του την μεταμόρφωση, αλλά αποφάσισε να κρατήσει τη συνταγή μυστική. Αντ’ αυτού του πρότεινε να την ακολουθήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που διέσχιζε την Κοιλάδα και να τη συνοδεύσει στην εκδρομή της, μιας και η καλύτερη λύση όταν νιώθουμε μπερδεμένοι είναι να συνεχίζουμε να προχωράμε και να βρίσκουμε τον εαυτό μας ξανά μέσω της συνεχούς ροής. Πίστευε πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία για ουσιαστική γνωριμία που μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει και στους δυο, εφόσον είχαν πια ένα κοινό, έπαιρναν αποφάσεις ακολουθώντας την καρδιά τους και αυτός ήταν πλέον ο πιο βασικός σκοπός της ζωής τους.