Κυριακή 18 Απριλίου 2021

το περίπτερο των ονείρων

Βρισκόμαστε σε μια πελώρια Κοιλάδα, που το μάτι φτάνει μέχρι εκεί που ακουμπάνε τα σύννεφα για να ξαποστάσουν πριν πιάσουν και πάλι δουλειά και σκαρφαλώσουν πολλά μέτρα ψηλά. Κάτω, μέλι μπλέκεται με τις σοδειές βαμβακιού και όσοι πέρασαν από ‘δω πήραν αποθέματα για να γλυκαίνονται έναν ολόκληρο χειμώνα και να κρατάνε τον εαυτό τους ζεστό, αν δεν έχουν κάποιον άλλο να φροντίζει και για τα δυο. Οι μονοκύτταροι οργανισμοί που αναπνέουν κάτω από το εύφορο έδαφος της πελώριας Κοιλάδας έχουν υπάρξει μάρτυρες των πιο ευχάριστων και δυσάρεστων συναντήσεων. Το διασκεδάζουν κάθε που κάποιος επιλέγει να τους επισκεφτεί, μιλάνε γι’ αυτόν σιωπηλά και σκάνε στα γέλια, κάνοντας το βαμβάκι να ξεκολλά από το μέλι και να αιωρείται στην ατμόσφαιρα, πλησιάζοντας με περισσή άνεση τα κοιμισμένα σύννεφα και ενισχύοντας ακόμα περισσότερο την μπαμπακένια διάπλασή τους. Και κάθε που κάποιος ξενόφερτος περνάει από εκεί και τυχαίνει να σχολιάσει τα παχυλά αυτά σύννεφα που έχουν αποκοιμηθεί με το χαμόγελο που έχει κανείς μετά από μια πλήρη χορταστική υγρή ατμόσφαιρα, το μέλι λιώνει κάτω από τον καυτό ήλιο και γίνεται λάβα που αρχίζει να καίει και να κοκκινίζει τα πόδια τους τιμωρώντας τους με αυτόν τον τρόπο για τα ρατσιστικά σχόλια στα κιλά των προστατευτικών σάκων της Κοιλάδας.

 

Στη μέση της Κοιλάδας, υπάρχει ένα περίπτερο μικρό, που από μακριά μοιάζει ακατοίκητο, κάτι σαν ξεχασμένο απόκτημα ενός θεού των γύρω βουνών, όταν ακόμα ήταν θνητός ανάμεσα σε θνητούς. Κι όμως στην πραγματικότητα, ήταν σταλμένο από κάποια καλή θεότητα που συμμεριζόταν την κούραση των περαστικών και ήθελε να απαλύνει κάπως τον πόνο τους.

 

Πολλοί ήταν εκείνοι που περνώντας από εδώ και βλέποντας την Κοιλάδα αυτή ντυμένη στα λευκά, την παρομοίασαν με τον παράδεισο, αυτό το μέρος που τόσο έχουν πλάσει με τη φαντασία τους οι άνθρωποι ακούγοντας ιστορίες και μόλις τη διασχίσουν είναι σίγουροι πως βρίσκονται μέσα του. Όμως, αυτό το παραδεισένιο τοπίο είχε και κάτι να αφαιρέσει από τους ανθρώπους που θέλησαν να διαταράξουν την ηρεμία του και να το διασχίσουν - για να γλιτώσουν χρόνο - ποδοπατώντας το και αφαιρώντας του έτσι μέρος από την αγιότητα και την παρθενικότητα. Με το που το πόδι σου βυθίζεις σε αυτό και χωρίς καμία προειδοποίηση η ικανότητα της βραχύχρονης μνήμης σου εξαφανίζεται μεμιάς και ο σκοπός που είχες μέχρι τότε στη ζωή, χάνεται!


Όμως αυτό φυσικά δε το γνώριζε κανείς.


Ένας νεαρός, φιλόδοξος, γοητευτικός, μπαίνει με βήμα ελαφρύ, γοργό και σίγουρο πολύ. Τα μαλλιά του πυρόξανθα μακριά, σκεπάζουν τους ώμους και παιχνιδίζουν που και που με τις πρώτες φακίδες του καλοκαιριού. Έχει όνειρα, μεγάλα, κανείς θα έλεγε τρανά. Να ταξιδέψει θέλει απ’ άκρη σ’ άκρη και να γνωρίζουν το όνομά του σε όλον τον πλανήτη αλλά και σε άλλους πλανήτες, πέρα μακριά, να ακούγονται αναφωνήματα ή να επικρατεί σιγή ύστερα από κάθε προσφώνησή του. Ρίγη, ηλεκτρισμένες τρίχες κεφαλής και κοκκινισμένα μάγουλα στη θέασή του. Το όνομα αυτού: Σωκράτης. Διανοούμενος, πολύ, με μυαλό που μοιάζει κοφτερό και μια ματιά που σε διαβάζει και σε διαπερνά, νιώθοντας γυμνός κι ασήμαντος. Αν αρχίσει να σου μιλά για την μόρφωσή του, δεν υπάρχει τελειωμός, ξέρει άπταιστα όλες τις γλώσσες των πτηνών και έχει ικανότητα προσανατολισμού σε απόλυτο σκοτάδι, μπορεί ακόμα να σου δείξει χωρίς κανένα δισταγμό, ποιο δρόμο θα πάρεις για τις Ινδίες και να υπολογίσει με μαθηματική ακρίβεια πόσο στοιχίζει η ζωή ενός νέου σε Δύση και Ανατολή. Είναι πανέξυπνος, αυτό κανείς δεν μπορεί να το αρνηθεί, αλλά έχει μια κακή πτυχή. Είναι φιλόδοξος, πολύ.

 

Από την άλλη άκρη της Κοιλάδας εισέρχεται μια κοπέλα μελαμψή, αρκετά αδύνατη και ψηλή. Συνήθως όταν περπατά έχει τα μάτια της στραμμένα προς τον ουρανό και χάνεται στην απεραντοσύνη και στο άγνωστο, αψηφώντας όσα συμβαίνουν κάτω στη γη. Έτσι, παραξενεύεται όταν το βήμα της κολλάει και δυσκολεύεται να συνεχίσει το δρόμο της. Κοιτώντας τα πόδια της λύνεται στα γέλια μη έχοντας δει ποτέ ξανά κάτι τόσο παράξενο στη βαρετή επίγεια ζωή της. Σκύβει και παίρνει λίγο μέλι με τα δάχτυλά της κι ύστερα το γεύεται, γλύφοντάς τα με απόλαυση. Κοιτάζοντας το βαμβάκι παντού τριγύρω, της έρχεται μια ιδέα τρελή. Πως θα ήταν να άλειφε πάνω σε βαμβακοφέτες βούτυρο με μέλι, να θυμηθεί και πάλι μικρές στιγμές της καθημερινότητάς της στα στενά τετραγωνικά που ζούσε φυλακισμένη, πάντα επί πληρωμή, σε γνωστή μεγαλουπόλη, η οποία μοιάζει όλο και πιο υπερτιμημένη όσο την ξανασκέφτεται. Τώρα παρατηρεί πως το βαμβάκι ξαφνικά αιωρείται και η μακριά της φούστα ανεμίζει και κολλάει πάνω της, σα να ξεκίνησε ένα αεράκι μέσα από αόρατες τρύπες της γης. Το βαμβάκι κατευθύνεται, λες και έχει προγραμματιστεί, προς τα σύννεφα και κολλάει πάνω τους, γίνεται ένα με αυτά, έτσι ώστε πλέον δε μπορείς να ξεχωρίσεις τι υπερτερεί από τα δυο στη σύστασή τους. Τώρα σκέφτεται ποια μπορεί να είναι η γεύση σύννεφου στο στόμα της και αν καταφέρει να το μασήσει και να το καταπιεί κανείς πόσο συχνά μπορεί να βρέχει τα εσώρουχά του. Σκέφτεται επίσης, πως μάλλον θα μείνει με την απορία. Δεν μπορεί να μείνει νυστική για πολύ ακόμα. Ήδη έχει περπατήσει πολύ και νιώθει αδύναμη και κουρασμένη. Αυτή η αλλόκοσμη φιγούρα έχει ένα πολύ μελωδικό όνομα και παραπέμπει λίγο στον ήχο του καμπαναριού ή των κουδουνιών. Το όνομα αυτής: Νταϊάν, σα να λέμε Ντιν, σα να λέμε Νταν. Όσο καιρό περιπλανιέται για να βρει ένα τρόπο να νοηματοδοτήσει τη ζωή της, ίσως ένα τόπο που αξίζει και θα θελήσει να εγκατασταθεί, να δοκιμάσει διαφορετικούς τρόπους ζωής, δεν έχει στιγμή απογοητευτεί, κι έχει ορκιστεί να συνεχίσει τη διαδρομή μέχρι να αισθανθεί πως έχει βρει, πως έχει βρει ένα νόημα στην ύπαρξή της αυτή! Αφού πάρει τα μάτια της από τα πόδια της τα μελωμένα και μέχρι να κοιτάξει και πάλι τον ουρανό, το μάτι της πιάνει κάτι στον βαθύ ορίζοντα. Στη μέση της απέραντης Κοιλάδας, στέκει ένα περίπτερο, που είναι το πιο ανθρώπινο κατασκεύασμα μέσα σε αυτό το φυσικά πλασμένο θαύμα που περιφέρεται.

 

Καθώς πλησιάζει βλέπει ένα άλλο ανθρώπινο πλάσμα να κάθεται και να μοιάζει λίγο χαμένο και διστακτικό. Είναι ο Σωκράτης, το πυρόξανθο αγόρι, ο οποίος μόλις αντιλαμβάνεται την παρουσία της έχει την ανάγκη να κάνει απανωτές ερωτήσεις, όπως που βρίσκεται, γιατί έχει βρεθεί με μια άγνωστη σε ένα άγνωστο μέρος, αν υπάρχουν κι άλλοι άγνωστοι που μπορούν να τους βοηθήσουν να προσανατολιστούν, ποιος είναι ο δρόμος για την επιτυχία, αλλά δε θυμάται να γνωρίζει ούτε μια γλώσσα με την οποία θα μπορούσε να τα εκφράσει όλα αυτά. Η Νταϊάν, τον βλέπει έτσι, χαμένο και εμφανώς αναστατωμένο, με τις φακίδες του να έχουν γίνει πολύ έντονες εξαιτίας του ήλιου και τα μαλλιά του… τα μαλλιά του φαίνονται να έχουν πάρει φωτιά! Αμέσως προσφέρεται να τον κεράσει λίγο νερό. Πίσω από τον πάγκο υπάρχουν κανάτες με νερό, αλλά ο Σωκράτης μάλλον δεν τις είδε πάνω στην σύγχισή του. Αφού την ευχαρίστησε και συνήλθε, την ρώτησε τι κάνει σε αυτό το μέρος και αν γνωρίζει κάτι γι’ αυτό, αν έχει βρεθεί στοχευμένα ή από τύχη. Η Νταϊάν με μεγάλη σιγουριά του απάντησε πως πριν δυο μέρες ξεκίνησε την ανοιξιάτική της εκδρομή, είναι ένας τρόπος που έχει βρει να λειτουργεί γι’ αυτή σαν ξεκούραση και διασκέδαση μαζί, ένα μικρό διάλειμμα από τη σταθερή και γεμάτη της ζωή σε μια πόλη από εδώ αρκετά μακρινή. Του εξομολογήθηκε ότι της λείπει αληθινά το πρόγραμμα, η ρουτίνα της εκεί, που για μια στιγμή σκέφτηκε να μη διασχίσει την Κοιλάδα, να ματαιώσει την εκδρομή. Η μόνη ένστασή της ήταν οι καλοί οι φίλοι που την περίμεναν εκεί.

 

Ο Σωκράτης, ακούγοντάς την να μιλάει, γοητεύτηκε από την πρώτη στιγμή, από την τάξη που ‘χει βάλει τη ζωή και τον τρόπο που βρίσκει να μένει σωστή απέναντι στις υποχρεώσεις της αλλά να μη χάνει κι ούτε στάλα απ’ τη ζωή. Ήταν το πιο ισορροπημένο άτομο που ως τώρα είχε δει. Κατά βάθος ήθελε κι αυτός να ακολουθήσει τα βήματά της. Αυτός… αυτός δεν ήξερε τι να πει για τη δική του ζωή, έμοιαζε τόσο μικρός, χωρίς όνειρα, χωρίς ένα πλάνο. Καθώς κοιτούσε γύρω του, τα βαμβάκια να αιωρούνται στην ατμόσφαιρα, ένιωσε κι αυτός να είναι φτιαγμένος απ’ το ίδιο υλικό, που παρασύρεται κάθε φορά προς τη μια και προς την άλλη κατεύθυνση. Δεν ένιωθε αρκετά δυναμικός να βουτήξει με την ίδια όρεξη της Νταϊάν σε αυτό που ονομάζουμε ζωή, κάθε του βήμα, πριν γίνει, έπρεπε πρώτα να λάβει υπόψη του που θέλει να πάει, γιατί και αν είναι καλύτερο να διασχίσει τον ένα ή τον άλλο δρόμο.

 

Η Νταϊάν τον άκουγε σκεπτική, συμμεριζόμενη τους προβληματισμούς του αν και δε θυμόταν να έχει βρεθεί ποτέ η ίδια σε παρόμοια χαοτική περίοδο στη ζωή της. Συγκεκριμένα, δε σκέφτηκε, όπως του είπε, ποτέ αν ο τρόπος ζωής που έχει διαλέξει μπορεί να μην είναι ο ιδανικός γι’ αυτή. Καθώς εξερευνούσε το περίπτερο μήπως έχει κάτι για να τσιμπήσουν, έψαχνε ταυτόχρονα να βρει τι θα ήταν άραγε καλύτερο για τον Σωκράτη, με αυτές τις ευαισθησίες του στομαχιού και της καρδιάς του. Αποφάσισε να του φτιάξει ένα φίλτρο αναμειγνύοντας διάφορα υλικά, που ο ίδιος δε θα γνώριζε, και θα του το πρόσφερε σαν ένα δυναμωτικό κοκτέιλ  υπερτροφών που θα βοηθούσε το ανοσοποιητικό αλλά και την ψυχολογία του να ανακάμψουν, καθώς και την ικανότητά του να λαμβάνει γρήγορα αποφάσεις που κατά βάθος έχει πραγματικά ανάγκη, χωρίς να το μετανιώνει στη συνέχεια!

 

Ο Σωκράτης δε φάνηκε να υποψιάζεται τίποτα, ίσα ίσα ένιωθε μια τρομερή οικειότητα με τη φιγούρα της Νταϊάν πλάι του, που την εμπιστευόταν και θα έπινε ό,τι κι αν έφτιαχνε με τα χέρια της για εκείνον. Ένιωθε κατά ένα πολύ περίεργο τρόπο πως η Νταϊάν είχε βρεθεί εκεί εκείνη τη χρονική στιγμή για κάποιο λόγο. Ο μόνος του ενδοιασμός ήταν να αφεθεί ακόμα μια φορά στα χέρια κάποιου που θα ορίσει την πορεία του, αλλά δε θα ήταν η πρώτη ή η τελευταία φορά, αυτό το γνώριζε, άρα είπε να υποκύψει.

 

Το κοκτέιλ που περιποιήθηκε με χαρά η Νταϊάν ήταν ένα μείγμα με πολλές μαγικές ιδιότητες. Πρόσθεσε λίγες σταγόνες φωσφοριζέ αγάπης εαυτού, τρίμματα ράβδου αποδοχής, κομματάκια vegan αυτοπεποίθησης, μια ιδέα ελευθερίας του τρόπου ζωής, μια πρέζα αποφασιστικότητας, λίγο ξύσμα ονειροπόλησης και αφαίρεσε τις φλούδες τύψεων γιατί θα πίκριζε πολύ.

 

Μόλις το ήπιε ο Σωκράτης αισθάνθηκε από τα πρώτα κιόλας λεπτά την αλλαγή. Ένα φως συνειδητότητας ξεκίνησε να διεισδύει μέσα του, αφού το μυαλό του λειτουργούσε αβίαστα, χωρίς επίκριση, η καρδιά του χτυπούσε ρυθμικά και πάλι, ενέργεια έρεε σε όλο του το σώμα και μια αίσθηση πως είναι ικανός για τα πάντα γέμισε τα σωθικά του. Η Νταϊάν ένιωθε πολύ ευτυχής που είχε συμβάλει σε αυτή του την μεταμόρφωση, αλλά αποφάσισε να κρατήσει τη συνταγή μυστική. Αντ’ αυτού του πρότεινε να την ακολουθήσει προς την αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που διέσχιζε την Κοιλάδα και να τη συνοδεύσει στην εκδρομή της, μιας και η καλύτερη λύση όταν νιώθουμε μπερδεμένοι είναι να συνεχίζουμε να προχωράμε και να βρίσκουμε τον εαυτό μας ξανά μέσω της συνεχούς ροής. Πίστευε πως θα ήταν μια καλή ευκαιρία για ουσιαστική γνωριμία που μόνο καλό θα μπορούσε να κάνει και στους δυο, εφόσον είχαν πια ένα κοινό, έπαιρναν αποφάσεις ακολουθώντας την καρδιά τους και αυτός ήταν πλέον ο πιο βασικός σκοπός της ζωής τους.



                   







Τρίτη 13 Απριλίου 2021

ασημένια φεγγάρια

στη θέα των ασημένιων φεγγαριών τους

ξερνοβολάω αστερόσκονες

λούζω με μπύρες τα παιδιά

πετάω γκλίτερ και
 περιμένω να στεγνώσουν


θέλω

να παρομοιάσω τα φεγγάρια όλου του χρόνου με τυρί σε μικροσκόπιο

όμως αυτό θα γίνει η αφορμή

να κόψω τα γαλακτοκομικά για πάντα

 

στο μουντό φως της πόλης μου

εκχυλίζεις νέον μωβ

μοιάζουν όλα ζωηρά και πάλι

 

κρύβεις στο χέρι σφιχτά ένα βιβλίο

όσο το δικό μου ψάχνει να σας βρει

να σας διαβάσει ταυτοχρόνως

με τον τρόπο που μ’ έμαθαν παιδί και δύσκολα με πέταγε εκτός θέματος

 

μάθε πως το χέρι μου εξακολουθεί να σας ψάχνει

να σας αγγίξει ταυτοχρόνως τώρα

μήπως και πιάσει απ’ την αρχή

την ποίηση που αφέθηκε στη μέση













Σάββατο 10 Απριλίου 2021

εφιάλτης σε μεγάλη πόλη

ζέση, φθινόπωρο, μπλε και σμαραγδί τα χρώματα που ανασαίνεις

απαλό και ζεστό το σώμα μιας γυναίκας

μέλι και πούπουλα τώρα, στο στόμα μου βαμβάκι


νιώθω λίγο πιο λευκή από τη μέρα που σε φώναξα με τ’ όνομά σου

μοιάζει ο χρόνος ατέλειωτος


μοιάζεις με ακτινοβολία απόψε

είσαι όλα αυτά που λείπουν από τη γυναίκα που μεγαλώνει μέσα μου

 

βανίλια στον ουρανίσκο, κόκκος καφέ αλέθομαι στην αγκαλιά σου

οι πόροι του δέρματος ανοίγουν να με υποδεχτούν 

τους φράζω με τις αναθυμιάσεις των καυτών μηρών μου


κινούμαι σχεδόν ευλαβικά πάνω στον κάθετο άξονά σου

τεντώνομαι κατά μήκος των διαστάσεων του δωματίου

κλείνω τις διεξόδους του με περισσή ευχέρεια

χρειάζομαι όμως χρόνο να επεξεργαστώ τη μοναδικότητά σου

 

την έννοια του απόλυτα προσωπικού έχεις παρεξηγήσει

τίποτα προσωπικό δεν υπάρχει πια




                 




ερωτογενής ζώνη

τα χέρια μου μυρίζουν δύσοσμα υγρά

είναι όλα σάρκα και μερικά κατασκευασμένα χημικά

 

έναστρο λέω το πρόσωπο που φεγγοβολά τη νύχτα στο μαξιλάρι μου

 

ο τρόπος που προφέρεις τις λέξεις σκατά και φασίστες

σε υψώνουν σε άγνωστα γαλαξιακά συγκροτήματα

 

λάμπεις χρυσός μπροστά στην αστυνόμευση,

στα σκοτάδια των πάρκων μετά τις εννιά


κρούονται καμπάνες, του σπιτιού σου οι κόνδορες,

κρέμονται τα ηχεία στα παράθυρα και στήνεται μια γιορτή για τους μεταναστεύοντες και αποδημούντες από γειτονιά σε γειτονιά

ο χώρος πριν γίνει περιουσιακός ήταν κοινοχρηστικός και πολύ μα πολύ ελευθεριακός, λέει ο μπαμπάς

 

ο τρόπος που η σαλούφα κινείται υποβρύχια και

ο τρόπος που το μάτι σου την παίρνει για σακούλα

ο τρόπος που γίνεται κομμάτι με τη σάρκα σου και

ο τρόπος που δε τη θέλεις πια

                                  

μοιάζει παραδόξως όμορφος


τη στιγμή που ανησύχησες αν ο σεισμός ράγισε τα θεμέλια της στέγης

εγώ σκεφτόμουν πόσο πολύ χρειάζομαι ένα χεράκι στο σοβάτισμα της καρδιάς