τα χέρια μου μυρίζουν δύσοσμα υγρά
είναι όλα σάρκα και μερικά κατασκευασμένα χημικά
έναστρο λέω το πρόσωπο που φεγγοβολά τη νύχτα στο μαξιλάρι μου
ο τρόπος που προφέρεις τις λέξεις σκατά και φασίστες
σε υψώνουν σε άγνωστα γαλαξιακά συγκροτήματα
λάμπεις χρυσός μπροστά στην αστυνόμευση,
στα σκοτάδια των πάρκων μετά τις εννιά
κρούονται καμπάνες, του σπιτιού σου οι κόνδορες,
κρέμονται τα ηχεία στα παράθυρα και στήνεται μια γιορτή για τους
μεταναστεύοντες και αποδημούντες από γειτονιά σε γειτονιά
ο χώρος πριν γίνει περιουσιακός ήταν κοινοχρηστικός και πολύ μα πολύ ελευθεριακός, λέει ο μπαμπάς
ο τρόπος που η σαλούφα κινείται υποβρύχια και
ο τρόπος που το μάτι σου την παίρνει για σακούλα
ο τρόπος που γίνεται κομμάτι με τη σάρκα σου και
ο τρόπος που δε τη θέλεις
πια
μοιάζει παραδόξως όμορφος
τη στιγμή που ανησύχησες αν ο σεισμός ράγισε τα θεμέλια της στέγης
εγώ σκεφτόμουν πόσο πολύ χρειάζομαι ένα χεράκι στο σοβάτισμα της καρδιάς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου